- στηρικτής
- στηρ-ικτής, οῦ, ὁ,A gloss on λίθον εὐναστῆρα, Sch.Opp.H.3.373.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στηρικτής — οῡ, ὁ, Α [στηρίζω] αυτός που στηρίζει … Dictionary of Greek
στηρικταῖς — στηρικτής masc dat pl στηρικτός solid fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηρικτήν — στηρικτής masc acc sg (attic epic ionic) στηρικτός solid fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)